Το φαινόμενο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής έχει απασχολήσει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες τους επιστήμονες ανά τον κόσμο. Ειδικότερα τη χρονική περίοδο από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα, όπου η χρήση νέων τεχνολογιών και μηχανημάτων είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των ρυπογόνων ουσιών – ιδίως των αερίων του θερμοκηπίου -, το ζήτημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος κατέστη ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ανθρωπότητας, με τους επιστήμονες της τότε περιόδου να προβλέπουν σημαντική επιδείνωση του φαινομένου στο εγγύς μέλλον. Ερχόμενοι στο σήμερα, οι δράσεις μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα στα μεγάλα αστικά κέντρα σε όλο τον πλανήτη, ενισχύονται διαρκώς με την υλοποίηση και τον σχεδιασμό νέων τεχνολογιών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Οι επιστήμονες σε όλο τον πλανήτη εργάζονται σκληρά και ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών, στοχεύοντας στην ενεργειακή αυτάρκεια και τη σημαντική μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Οι στόχοι αυτοί ενσωματώνονται στο σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο περιλαμβάνει την εκπόνηση μελετών και την υλοποίηση καινοτόμων έργων, καθώς και την δημιουργία χρηματοδοτικών προγραμμάτων που αφορούν σε έργα όπως φωτοβολατϊκά και αιολικά πάρκα, ενεργειακές κοινότητες, κ.ο.κ.. Στο πλαίσιο αυτό στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη εισέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο ο όρος της πράσινης οικονομίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας. Η πράσινη οικονομία βασίζεται στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στοχεύει στην επίτευξη της ευημερίας του ατόμου μέσα σε αυτό. Έτσι τόσο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αλλά και διάφορα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προχωρούν στη στήριξη και τη χρηματοδότηση έργων που αφορούν στην Πράσινη Ενέργεια. Ιδίως στην Ελλάδα φαίνεται πως εντός των επόμενων χρόνων, θα υπάρξει σημαντική αποδέσμευση Πράσινων Ομολόγων από τις Τράπεζες προκειμένου να ενισχυθεί ο στόχος ενσωμάτωσης των Α.Π.Ε., ο οποίος παρουσιάζεται ακόμη αρκετά χαμηλότερος συγκριτικά με τις βλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει μόνο να σημειωθεί, ότι το ποσοστό χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.) ως προς τη συνολική οικιακή καταναλισκόμενη ενέργεια, είναι σταθερό και κυμαίνεται μεταξύ του 8% και 9%. Παρόλα ταύτα, παρουσιάζεται μία σημαντική πρόοδος αναφορικά με την παραγωγή θερμικής ενέργειας από Α.Π.Ε. όπου η Ελλάδα φαίνεται να κατέχει τη 2η θέση στην Ευρώπη ως προς τις εγκατεστημένες επιφάνειες ηλιακών συλλεκτών, γεγονός που οφείλεται στη σημαντική αύξηση της βιομηχανίας ηλιακών συλλεκτών στη χώρα. Ωστόσο, για την σημείωση εξέλιξης και προόδου στον τομέα των Α.Π.Ε. χρειάζεται ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου αλλά και των χρηματοδοτικών προγραμμάτων, ακολουθώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο που υπεγράφη το 2008, όλες οι χώρες της Ευρώπης υποχρεούνται να μειώσουν σημαντικά το ανθρακικό αποτύπωμα το οποίο οφείλεται στα επιβλαβή εκπεμπόμενα αέρια του θερμοκηπίου. Ο στόχος αυτός συνοψίζεται στο εξής πλάνο: «μηδενικοί εκπεμπόμενοι ρύποι έως το 2050», «μείωση κατά 50% των τιμών του CO2 έως το 2030». Πως όμως είναι δυνατή η επίτευξη του στόχου αυτού; Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο Just Energy Transition πρόκειται να υποστηρίξει τόσο τις χώρες που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα στην επίτευξη του ως άνω στόχου, όσο και τη σωστή διδασκαλία μείωσης και απαλλαγής από τον εκπεμπόμενο άνθρακα. Οι στόχοι που θέτει η Ευρώπη είναι αρκετά υψηλοί, καθώς προβλέπεται αυξημένη ενσωμάτωση των Α.Π.Ε. έως και 32% επί του συνολικού ποσού απαιτούμενης καταναλισκόμενης ενέργειας έως το 2030. Το πλέον δεδομένο είναι πως πρόκειται για μία αρκετά δαπανηρή διαδικασία σε όλα τα στάδια έως και την επίτευξη της ικανοποιητικής μετάβασης στις Α.Π.Ε., προϋποθέτοντας την χρηματοδότηση από δημόσια επιδοτούμενα προγράμματα.